-
1 εἰσαναβαίνω
A go up to or into,Ἴλιον εἰσανέβησαν Il.6.74
;εἰσαναβᾶσ' ὑπερώϊα Od.16.44
<*>, cf. 19.602 ; so λέχος, ἀκτὴν εἰσαναβαίνειν, Il. 8.291, v.l. in 24.97 ;ἀκροτάταν εἰσαναβᾶσ' S.OT 876
codd. (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσαναβαίνω
См. также в других словарях:
εισαναβαίνω — εἰσαναβαίνω (Α) ανεβαίνω μέσα («Ἴλιον εἰσανέβησαν», «ἐς δ ὑπερῷ ἀναβᾱσα») … Dictionary of Greek